Ήταν στις 10 Δεκεμβρίου του 1893 όταν ο Χαρίλαος Τρικούπης εκστομίζει στη Βουλή την ιστορική φράση “Δυστυχώς επτωχεύσαμεν”. Ωστόσο τα τύμπανα της πτώχευσης είχαν ξεκινήσει να χτυπούν αρκετά χρόνια πριν. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη, η Ελλάδα βρισκόταν σε πτώχευση από το 1885 και μόνο το γόητρο του Τρικούπη και οι δεξιότητές του γύρω από τα οικονομικά είχαν απομακρύνει το μοιραίο γεγονός…
Το έλλειμμα είχε καταστεί μόνιμη πληγή του προϋπολογισμού. 30 εκατομμύρια δραχμές δημόσιο έλλειμμα το 1884, που ξεπέρασε τα 128 εκατομμύρια κατά το 1886. Η εκτόξευση του δημόσιου χρέους σε τετραπλάσια, σχεδόν, μεγέθη αποδόθηκε σε εθνική ανάγκη. Την κάλυψη έκτακτων δαπανών επέβαλε η επιστράτευση, που επιβλήθηκε λόγω πραξικοπηματικής προσαρτήσεως της Ανατολικής Ρωμυλίας στα εδάφη της Βουλγαρίας.
Η ασφυκτική κατάσταση των οικονομικών οδήγησε, ήδη, μία τράπεζα στην πτώχευση. Αρχές του 1886 κήρυξε στάση πληρωμών η Ναυτική Τράπεζα «Αρχάγγελος», που είχε ιδρυθεί το 1870 με αρχικό κεφάλαιο 4.000.000 φράγκα (20.000 μετοχές).
120 χρόνια μετά και η Ελλάδα βιώνει μια παρόμοια τραγική κατάσταση. Το έλλειμμα έχει αγγίξει το 16% ενώ το δημόσιο χρέος αναμένεται να εκτοξευθεί στο 160% του ΑΕΠ. Η χώρα αναγκάζεται να μπει κάτω από την κηδεμονία της τρόικας για να ανταπεξέλθει στις τρέχουσες δανειακές ανάγκες της και όχι για να παράγει πλούτο. Όσο λοιπόν αισιόδοξα και αν ατενίζει κανείς το μέλλον αλλά και το παρόν το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» είναι πλέον γεγονός.
Την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη έγιναν οι πρώτες προσπάθειες “δημοσιονομικής εξυγίανσης”. Όρος που περιλάμβανε μεταξύ άλλων και την “αναμόρφωση του δημοσιονομικού και διοικητικού οργανισμού της χώρας, την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας”. Μια αναμόρφωση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ξένων, ώστε να λυμαίνονται την ελληνική οικονομία, τον ορυκτό της πλούτο και τον ιδρώτα των εργαζομένων.
Ας αναλογιστούμε τώρα τι βιώνουμε σήμερα. Η κυβέρνηση επιχειρεί να αναδιοργανώσει τον δημόσιο τομέα και να πετύχει την δημοσιονομική εξυγίανση. Και όλα αυτά σε βάρος των εργαζομένων οι οποίοι έχασαν πλέον και την τελευταία ασπίδα προστασίας τους με την κατίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών. Μάλιστα προκειμένου να χρυσώσει το χάπι η κυβέρνηση μιλά για μεγάλη νίκη που κατήγαγε αφού κατάφερε να διασφαλίσει την εθνική συλλογική σύμβαση. Μόνο που η σύμβαση αυτή δεν προστατεύει τον εργαζόμενο από απολύσεις ενώ το όριο των 740 ευρώ ακροβατεί επικίνδυνα στο όριο της φτώχειας.
Προφάσεις εν αμαρτίαις. Εδώ και δεκαετίες η χώρα πουλά τα ασημικά της για να ζήσει δημιουργώντας μια επίπλαστη ευημερία την οποία κανείς δεν τόλμησε να αγγίξει καθώς βόλευε όλο το σύστημα, κυβερνώντες και κυβερνώμενους, οι οποίοι ζούσαν στον εικονικό παράδεισο που είχαν φτιάξει και ο οποίος κατέρρευσε ωσάν χάρτινος πύργος μόλις έπιασε μια βροχή. Δυστυχώς όμως για εμάς οι ομπρέλες είχαν κρατηθεί «καβάτζα» από αυτούς που έβλεπαν τα σύννεφα τα οποία συσσωρεύονταν στον ορίζοντα και σκέπαζαν σιγά σιγά τον ήλιο της επίπλαστης ευημερίας μας, οδηγώντας μια ολόκληρη χώρα στο σκοτάδι. Και εμείς μείναμε απροστάτευτοι να μας χτυπούν οι κεραυνοί της κατάρρευσης και να βάζουν φωτιά στην ίδια τη ζωή μας.
Εσωτερικοί και εξωτερικοί δανεισμοί, ελλείμματα, καμένη γη, χρεοκοπημένα ταμεία και ομόλογα, δημιουργικές λογιστικές και επιτηρήσεις έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου που κανείς δεν είχε το θάρρος να ακούσει. Αντίθετα μας μιλούσαν, και εμείς ντοπαριζόμασταν, ότι θα ορθοποδήσουμε, ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης ξεπερνούν και αυτούς της ευρωζώνης, ότι όπου νάναι φθάνει η σύγκλιση. Αλήθεια τι απέγινε άραγε αυτός ο όρος; Ζούσαμε στον παράδεισο, στη χώρα του ήλιου θαρρείς και αυτός από μόνος του μπορούσε να λύσει όλα τα προβλήματα και δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Η χώρα των διακοπών που ζούσε μόνιμα σε αυτό το καθεστώς.
Και εμείς; Εμείς ποντάραμε αφελώς σε όσους εναλλάσσονταν στην εξουσία. Όσο περισσότερα μας έταζαν τόσο το καλύτερο. Όσο λιγότερα έκαναν για να αλλάξουν την φαυλότητα, τη διαφθορά, το πελατειακό κράτος, τόσο περισσότερο μας βόλευε. Ποντάραμε το μέλλον μας και τη ζωή μας σε αυτούς που χαμογελούσαν σαρδόνια μόλις έκλειναν οι κάμερες. Εκχωρούσαμε σιγά σιγά την ίδια τη ζωή μας χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε τελικά το κινητήριο γρανάζι στην μηχανή τους που λειτουργούσε πολύ καλά εξυπηρετώντας τα συμφέροντά τους και τον πόθο τους για εξουσία.
Τόσο χρόνια τα βολεύαμε κουτσά στραβά. Υποτιμούσαμε το νόμισμά μας και παίρναμε μια μικρή ανάσα. Ήρθε όμως το ευρώ στη ζωή μας και έτσι αυτό το πρόσκαιρο αβαντάζ χάθηκε δια μαγείας. Το μόνο πλέον που έμεινε να υποτιμήσουμε είναι η ίδια η ποιότητα της ζωής μας. Και αυτό κάνουμε σήμερα.
Δυστυχώς επτωχεύσαμεν έστω και αν δεν βγαίνει κανείς επίσημα να το πει. Επτωχεύσαμεν σε εργασιακά δικαιώματα, επιστρέφοντας στην προ του 1920 εποχή, επτωχεύσαμεν σε κοινωνικό κράτος, επτωχεύσαμεν σε ποιότητα ζωής, επτωχεύσαμεν στο δικαίωμα στην εργασία, στην υγεία, στην δωρεάν παιδεία, στην πρόνοια. Και το κυριότερο, δυστυχώς επτωχεύσαμεν αφού μπήκαμε κάτω από την κηδεμονία της τρόικας η οποία χαράσσει την πολιτική στη χώρα μας. Αφού ξεπουλούμε σιγά σιγά οργανισμούς κρατικής ωφέλειας, αφού εντάσσουμε την λογιστική στις κοινωνικές παροχές, αφού περικόπτουμε συντάξεις καταδικάζοντας την τρίτη ηλικία στην ανέχεια, αφού δεν μπορούμε να στηρίξουμε τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα κάτω από την πίεση των δανειστών. Έστω λοιπόν κι αν οι δείκτες ευημερήσουν εκ νέου εμείς σαν λαός κηρύξαμε χρεοκοπία. Κυρίες και Κύριοι δυστυχώς επτωχεύσαμεν.