Ζούμε σε μια πόλη που καθ’ ομολογίαν είναι όμορφη. Βέβαια θα μπορούσε να ήταν ομορφότερη εάν στη συνείδηση όλων μπορούσαμε να εμφυσήσουμε την καλαισθησία και το αξιοβίωτο. Θα ήταν καλύτερη εάν εμείς οι πληβείοι μπορούσαμε να υπερπηδήσουμε τα στεγανά των πατρικίων οι οποίοι αποτελούν την κυρίαρχη τάξη της πόλης. Μία τάξη που έχει τους δικούς της ηθικούς κανόνες, τα δικά στεγανά, την δική της φιλοσοφία. Μία φιλοσοφία που εδράζεται στην επίπλαστη ιδέα του κυρίαρχου, εκείνου που κάνει ότι θέλει και ξέρει πως έχει την προστασία των ομοϊδεατών του.
Για την ιστορία οι ελεύθεροι πολίτες της Αρχαίας Ρώμης ωρίζονταν σε πατρικίους και πληβείους. Οι πρώτοι αποτελούσαν την άρχουσα τάξη και καταλάμβαναν τις περισσότερες θέσεις της Συγκλήτου ενώ οι δεύτεροι αποτελούσαν το μεγάλο όγκο του πληθυσμού και συμμετείχαν στην πολιτική ζωή κυρίως μέσω του Συμβουλίου των πληβείων και των δέκα δημάρχων ή τριβούνων.
Την εποχή της ίδρυσης της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας οι πληβείοι εξαιρούνταν από τις θρησκευτικές ακαδημίες και αξιώματα, αλλά εγγράφονταν στα “γένη” και στις “φυλές”, υπηρετούσαν στο στρατό και μπορούσαν να καταλάβουν κατώτερα στρατιωτικά αξιώματα. Επίσης, αρχικά απαγορεύονταν οι γάμοι μεταξύ πληβείων και πατρικίων. Ο αγώνας για διεύρυνση των δικαιωμάτων τους διήρκεσε σχεδόν δύο αιώνες, κατά τους οποίους κέρδιζαν προοδευτικά παραχωρήσεις εκ μέρους των πατρικίων. Το 367 π.Χ. απέκτησαν το δικαίωμα να είναι επιλέξιμοι για το αξίωμα του υπάτου και το 278 π.Χ. πέτυχαν την οριστική αναγνώρισή τους ως ισότιμων πολιτών, εκβιάζοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα εγκατέλειπαν μαζικά την πόλη.
Αργότερα και μέχρι τις μέρες μας, με τον όρο πληβείοι ή πλέμπα αποκαλούνταν τα φτωχότερα μέλη της κοινωνίας γενικά.
Μετά λοιπόν την ιστορική αναδρομή ο λόγος για τα αυθαίρετα και αφορμή η στάση του αρμόδιου αντιδημάρχου έναντι συναδέλφου του τον οποίο προασπίζεται ενθέρμως. «Σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν αυθαίρετες κατασκευές». Σαφώς και υπάρχουν. Και το ζητούμενο δεν είναι αυτές καθαυτές οι κατασκευές. Είναι μια νοοτροπία που βγάζει τη γλώσσα στον πολίτη πετώντας του κατάμουτρα ότι όσοι διαχειρίζονται εξουσία έχουν και την ασυλία. Είναι εκείνη η νοοτροπία που επιβάλλει πρόστιμα στον μεροκαματιάρη που έφτιαξε ένα υπόστεγο γιατί το δυάρι που τον στεγάζει δεν χωρά την οικογένειά του. Είναι εκείνη η νοοτροπία που εξαντλεί την νομιμότητα σε ανθρώπους αδύναμους χωρίς προσβάσεις και πόρους. Είναι η ίδια η νοοτροπία που κλείνει το μάτι στην κλίκα της και προκαλεί τους υπόλοιπους, αν τολμούν, να υποβάλλουν μήνυση προκειμένου να σταματήσουν οι δικές τους «ανομίες» Είναι όλοι εκείνοι που αγανακτούν όταν σκαλίζονται υποθέσεις της προνομιούχας τάξης τους, που εξανίστανται, που φθάνουν στο σημείο ακόμη και να απειλούν. Ευθέως ή καλυμμένα. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που νομίζουν ότι όλοι οι υπόλοιποι είναι ανθρωπάκια που θα σκύψουν το κεφάλι σε κάθε απειλή, που θα κοκκινίσουν όταν τους «μαλώσουν» που θα κλείσουν το στόμα όταν τους απαγορεύσουν να μιλούν. Γιατί η αλαζονεία καμιά φορά φθάνει στο σημείο να αφαιρεί ακόμη και τον λόγο από τον πολίτη. Ωσάν να ζούμε σε εποχές μαύρες, εκείνες που όλοι θέλουμε να ξεχάσουμε.
Δεν είναι λοιπόν το ζήτημα των αυθαιρέτων. Είναι το ζήτημα της νοοτροπίας το μεγάλο ζητούμενο, αυτό που οφείλουμε να δούμε, εκείνο στο οποίο οφείλουμε να αντισταθούμε. Είναι ακόμη ακόμη και η ατολμία εκείνων που διαχειρίζονται πράγματα αλλά φοβούνται να κάνουν ρήξεις γιατί υπάρχει και η επόμενη εκλογική διαδικασία και δεν είναι εύκολο να ρισκάρουν συμμαχίες και «αβάντες» οι οποίες μπορεί να τους στοιχίσουν την επανεκλογή τους.
Όλα αυτά όμως καλείται να τα πληρώσει η ίδια η πόλη. Μία πόλη που θα μπορούσε να ήταν το στολίδι της περιοχής και όμως αφήνεται στο σχεδιασμό ανθρώπων ανίδεων, όπως αποδεικνύεται τελικά, ανθρώπων που θυσιάζουν κάθε ελεύθερο χώρο, κάθε αισθητική, κάθε ανάσα πράσινου στο βωμό του κέρδους. Μία πόλη που αναζητά ανάσες τις οποίες σιγά σιγά της στερούν με κιόσκια, «παραπήγματα» έξω από τα καφέ, κατάληψη πεζοδρομίων και πεζοδρόμων σαν να καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να την ασχημίσουν, να την κάνουν κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους.
«Σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν αυθαίρετες κατασκευές». Σαφώς και υπάρχουν. Όμως τι; Θα συνεχίσουμε να κλείνουμε τα μάτια στις παρανομίες; Θα συνεχίσουμε αυτό το καθεστώς της ανομίας; Ή θα πούμε επιτέλους φθάνει. Ή θα προασπίσουμε το μόνο όμορφο κομμάτι που μας απέμεινε, την Παλιά Πόλη, από τα αρπαχτικά νύχια που απλώνονται πάνω της γραπώνοντας κάθε τι παραδοσιακό που έχει μείνει;. Γεμίζοντάς την με μέταλλο και πλαστικό.
«Σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν αυθαίρετες κατασκευές». Σαφώς και υπάρχουν αφού υπάρχουν οι ασυνείδητοι. Τι γίνεται όμως όταν την ασυνειδησία την εκπροσωπεί και την καλύπτει η ίδια η εξουσία; Τότε πού θα στραφεί εκείνος ο πολίτης που ακόμη οραματίζεται μια άλλη πόλη, μια πόλη υπόδειγμα, μια πόλη πράσινη, «έξυπνη», μια πόλη στην οποία αξίζει να ζει; Και αλήθεια πώς θα πάνε να επιβάλλουν στο κάθε ένα από εμάς τον νόμο όταν οι ίδιοι βρίσκουν προφάσεις για να τον αγνοήσουν; Με ποιο άλλοθι θα απευθυνθούν στους πολίτες, όταν παρανομούν, τη στιγμή που κλείνουν τα μάτια στις αυθαιρεσίες της τάξης τους;
Πατρίκιοι και πληβείοι λοιπόν σε αυτό τόπο, ένας διαχωρισμός τάξεων που καλά κρατεί διευρύνοντας έτσι το χάσμα με τους πολίτες στον χώρο της κατεξοχήν άσκησης της δημοκρατίας. Στο δήμο.