Τη σπάθη της αγωγής κραδαίνουν πάνω από τα κεφάλια των δημοσιογράφων οι ασκούντες την εξουσία, με το δικαίωμα που τους δίνει ο τυποκτόνος νόμος Βενιζέλου, προκειμένου να φιμώσουν την ελεύθερη έκφραση, την έκφραση εκείνη που ασκεί κριτική και δεν αρέσκεται μόνο στο να τους λιβανίζει.
Δυστυχώς το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες και αποδέκτες μύριων όσων περιστατικών και απειλών προκειμένου να παρουσιάσουμε την αλήθεια που εκείνοι θέλουν, την αλήθεια που βολεύει. Χωρίς σχόλια, χωρίς κριτική θέση, χωρίς άποψη. Παπαγαλάκια δηλαδή που απλώς αναπαράγουν τις δηλώσεις τους οι οποίες φυσικά ποτέ δεν ενέχουν το στοιχείο όλης της αλήθειας, παρά μόνο ψήγματα, εάν υπάρχουν και αυτά.
Η δημοσιογραφία λοιπόν κατ’ αυτούς ασκείται με αυτόν τον τρόπο. Τον τρόπο της αναπαραγωγής και όσες φορές ξεφεύγει από το ασφυκτικό αυτό πλαίσιο τότε σύρεται στα δικαστήρια. Βέβαια δεν ισχύει το ίδιο για τους ασκούντες την εξουσία που προστατεύονται από το νόμο περί ευθύνης υπουργών και δρουν ανενόχλητοι έχοντας τόσο την ομπρέλα αυτή όσο και του τυποκτόνου νόμου, για όσους δεν εμπίπτουν στην παραπάνω διάταξη. Μια παθογένεια της ελληνικής δικαιοσύνης αφού η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εκδόθηκε στις 5 Ιουλίου του 2007 (προσφυγή 1131/05), είναι σαφής.
Το Ευρωπαϊκό λοιπόν δικαστήριο με την απόφασή του επιβεβαίωσε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν όρια στις αξιολογικές κρίσεις του Τύπου για πρόσωπα του δημόσιου βίου και ότι ο δημοσιογραφικός λόγος απέναντι σ’ αυτά τα πρόσωπα προστατεύεται απόλυτα. Με την απόφαση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο:
– Υπογράμμισε το ρόλο του Τύπου ως θεματοφύλακα της σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας και επισήμανε ότι εξαιτίας αυτή της λειτουργίας του Τύπου, η ελευθερία του δημοσιογράφου περικλείει και τη δυνατότητα κάποιας δόσης υπερβολής, ακόμα και πρόκλησης.
– Διαχώρισε τις φράσεις που είναι δυνατόν να συκοφαντήσουν κάποιον σε γεγονότα και αξιολογικές κρίσεις. Για τα πρώτα είναι δυνατόν να υπάρξει απόδειξη, ενώ οι αξιολογικές κρίσεις δεν προσφέρονται για μια ακριβή απόδειξη.
– Θύμισε ότι τα όρια της παραδεκτής κριτική είναι μεγαλύτερα όταν αντικείμενο της κριτικής είναι ένα δημόσιο πρόσωπο, το οποίο συνειδητά εκτίθεται σε προσεκτικό έλεγχο των πράξεων και των κινήσεών του από τους δημοσιογράφους αλλά και από το σύνολο των πολιτών.
– Διευκρίνισε ότι σ’ αυτή την κατηγορία δεν εμπίπτουν μόνο οι πολιτικοί, αλλά όσοι αποκτούν δημοσιότητα με οποιοδήποτε τρόπο.
– Θεώρησε ότι οι εκφράσεις «παρακράτος», «φωνασκούντες κακούργοι του Τύπου» και «νευροπαθείς ψευδοπατριώτες» είναι αξιολογικές κρίσεις που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων τα οποία πρέπει να αποδειχτούν.
Υπάρχει στην απόφαση και ένα μήνυμα προς την ελληνική νομοθετική εξουσία. Ο τυποκτόνος νόμος 1178/81, όπως τροποποιήθηκε το 1995, πρέπει επιτέλους να αλλάξει. Ο νόμος αυτός δημιούργησε το κλίμα για τη βιομηχανία αγωγών εναντίον του Τύπου, ειδικά από «επώνυμους» πολιτικούς, πολιτευτές, και μεγαλοπαράγοντες κάθε είδους. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, η κατεύθυνση του νόμου αυτού που ουσιαστικά προστατεύει κυρίως τους μεγαλοπαράγοντες αντιφάσκει με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση.
Το ζητούμενο δεν είναι όμως μόνο οι αποφάσεις των δικαστηρίων. Το ζητούμενο είναι η ίδια η λειτουργία των εκλεγμένων οι οποίοι αποφασίζουν μόνοι τους να μείνουν στο απυρόβλητο, κραδαίνοντας πάνω από το κεφάλι των δημοσιογράφων τον τυποκτόνο νόμο. Και μάλιστα δεν αρκούνται στην ποινική καταδίκη αλλά προχωρούν σε αγωγές ζητώντας αστρονομικά ποσά στα οποία είναι αδύνατον να ανταποκριθεί ένα περιφερειακό μέσο ενημέρωσης. Και επειδή γνωρίζουν αυτήν ακριβώς την αλήθεια στρώνουν μια χαρά το χαλί της φίμωσης, του φόβου του δημοσιογράφου μη συρθεί στα δικαστήρια και χάσει ακόμη και το σπιτάκι του προκειμένου να «αποζημιώσει» τους θιχθέντες.
Κανείς δεν αντιλέγει ότι η κριτική έχει όρια. Αυτά τα όρια όμως περιορίζονται στην προσωπική ζωή του καθενός που κανείς δεν έχει δικαίωμα να σπιλώσει, να κοινοποιήσει δημοσίως. Κανείς δεν αντιλέγει ότι δεν πρέπει να υπάρχει έλεγχος στη μετάδοση ψευδών ειδήσεων. Από εκεί και πέρα όμως η κριτική στην πολιτική λειτουργία των ατόμων είναι επιβεβλημένη. Δεν εκλέγονται για να δρουν ανεξέλεγκτα. Άλλωστε αυτή είναι η δημοκρατία. Η ελευθερία άσκησης ελέγχου. Εάν παρεμποδίζουν αυτό ακριβώς το δικαίωμα τότε καταλύουν την ίδια την δημοκρατία την οποία ορκίστηκαν να υπηρετού.
Και ακόμη. Ο δημοσιογράφος εάν υποπέσει σε κάποιο λάθος σύρεται στα δικαστήρια. Αυτοί που σύρονται; . Οι δημοσιογράφοι λοιπόν, κατ’ αυτούς, πρέπει να κρίνονται και να τιμωρούνται Οι ίδιοι πώς κρίνονται και πώς τιμωρούνται; Και μη μου πείτε ότι η δικαιοσύνη θα αποδοθεί στην κάλπη γιατί όλοι γνωρίζουμε πώς παίζεται το εκλογικό παιχνίδι και πώς κερδίζονται οι ψήφοι που χρειάζονται προκειμένου να εκλεγούν.
Δυστυχώς στην πόλη της Ξάνθης η βιομηχανία των αγωγών κατά του τύπου ανθεί. Και το παράδοξο είναι ότι εκείνοι που σε εμάς επισείουν την απειλή της προσφυγής στη δικαιοσύνη σκύβουν το κεφάλι σε κάτι άλλους με τους οποίους συνεργάζονται αγαστά, άσχετα εάν έχουν όχι μόνο σπιλωθεί από αυτούς, αλλά έχουν γίνει σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και υποχείρια. Σε κάτι άλλους που προσπαθούν να επιβάλλουν τη δική τους πολιτική. Εκεί λοιπόν σκύβουν το κεφάλι και δείχνουν την όποια «μαγκιά» τους στα μέσα που έχουν αποδείξει ότι σέβονται και πρόσωπα και θεσμούς και κυρίως αναγνώστες, ακροατές και τηλεθεατές. Ίσως γιατί γνωρίζουν πως σε αυτά τα μέσα δεν μπορούν να παίξουν το παιχνίδι της χειραγώγησης. Και έτσι βρίσκουν πιο πρόσφορο έδαφος για να εκδικηθούν. Κλείνοντας τα ίδια τα μέσα μέσω της βιομηχανίας των αγωγών.
Να υπενθυμίσουμε λοιπόν για άλλη μια φορά σε όλους αυτούς την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων πως τα όρια της παραδεκτής κριτική είναι μεγαλύτερα όταν αντικείμενο της κριτικής είναι ένα δημόσιο πρόσωπο, το οποίο συνειδητά εκτίθεται σε προσεκτικό έλεγχο των πράξεων και των κινήσεών του από τους δημοσιογράφους αλλά και από το σύνολο των πολιτών.