Του Δημήτρη Πολυχρόνη
Ο πειρασμός του να μιλήσει κανείς για το εισαγωγικό σύστημα την ημέρα των αποτελεσμάτων είναι αναπόφευκτος. Γιατί όμως να δηλητηριάσουμε τη χαρά των μαθητών; Ειδικά όταν επί ένα, τουλάχιστον, χρόνο ο καθένας και η καθεμιά ξεχωριστά κατέβαλλαν έναν προσωπικό αγώνα με διάβασμα και θυσίες που είτε εκπληρώθηκαν είτε όχι.
Είναι σαφές ότι εδώ και μερικά χρόνια έχει επέλθει μια πραγματικότητα για την οποία κανείς δε μιλάει, αλλά πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Οι Πανελλήνιες Εξετάσεις έχουν πεθάνει. Ο λόγος βέβαια δεν είναι όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι «οι χαμηλές επιδόσεις». Άλλωστε οι εξετάσεις αυτές αποτελούσαν ανέκαθεν ένα είδος Μαραθώνιου και γι’ αυτό είναι παράλογη η θέσπιση μιας βάσης εισαγωγής. Θα ήταν σα να βάζαμε χρονικό όριο σε μαραθωνοδρόμους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι «χαμηλές επιδόσεις» και οι βαθμολογίες κάτω από τη βάση δεν οφείλονται πάντα στους μαθητές αλλά και σε ενδογενείς κι εξωγενείς παράγοντες που σχετίζονται με τη φύση των εξετάσεων. Φέτος, για παράδειγμα, υπήρχε η ιδιομορφία της καραντίνας λόγω του κορονοϊού και η αυξημένη δυσκολία των θεμάτων σε ορισμένα μαθήματα. Το πόσο επηρέασε ο εκάστοτε παράγοντας δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, αλλά σίγουρα επηρέασε με τον ίδιο τρόπο όλους τους μαθητές και τελικά η όποια αποτυχία δεν ήταν ένα ατομικό ή μεμονωμένο αποτέλεσμα, αλλά συλλογικό πεπραγμένο.
Όταν το 72,5% των μαθητών αδυνατεί να γράψει πάνω από 10 στα μαθηματικά προσανατολισμού τότε ποιος έχει την ευθύνη; Οι χιλιάδες των μαθητών που έδιναν; Οι καθηγητές των σχολείων ή/και των φροντιστηρίων; Ή μήπως ο παράγοντας που τους επηρεάζει όλους με τον ίδιο τρόπο; Είναι λοιπόν σαφές ότι την ευθύνη για την όποια συλλογική επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών την έχουν όσοι καθορίζουν τις εξετάσεις, και γι’ αυτό η θέσπιση βάσης του 10 ή άλλου ορίου θα δημιουργούσε αδικίες μεταξύ υποψηφίων τόσο του ίδιου έτους όσο κι από έτος σε έτος.
Ας μη γελιόμαστε όμως. Όσοι προτείνουν θέσπιση ορίων όπως η βάση του 10 ή ελάχιστης βαθμολογίας σε μαθήματα, ουσιαστικά το κάνουν εκ του πονηρού, καθώς επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν συμφέροντα ιδιωτικής εκπαίδευσης. Την ίδια μέριμνα και τον ίδιο ζήλο δεν είδαμε και για τα Κολέγια. Άλλωστε, διαχρονικά στα Κολέγια και στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού φοιτούσαν οι μαθητές που δεν μπόρεσαν να επιτύχουν στο ελληνικό σύστημα εισαγωγής και κατά συνέπεια διαμόρφωναν την πελατεία τους.
Όμως, τα πτυχία του εξωτερικού είναι μια πραγματικότητα που μας χτυπά εκκωφαντικά την πόρτα. Όλο και περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν πανεπιστήμια της γειτονικής Βουλγαρίας καθώς προτιμούν να πληρώσουν δίδακτρα κι έναν, σχετικά, φτηνότερο τρόπο ζωής παρά να φοιτήσουν στα ελληνικά ΑΕΙ της 3ης τους επιλογής, σε μια ακριβή πόλη στην οποία είτε δεν υπάρχουν είτε δε δικαιούνται εστίες. Την ίδια στιγμή που εδώ και περίπου 15 χρόνια ο ΔΙΚΑΤΣΑ αντικαταστάθηκε απ’ τον ΔΟΑΤΑΠ και ανακατατάχθηκε επί τα χείρω η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, επιτρέποντας σε αυτά τα πτυχία την ισοτιμία με τα ελληνικά.
Αυτή η πραγματικότητα αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε ένα μεγάλο αδιέξοδο με μεγαλύτερο κίνδυνο την απαξίωση συλλήβδην των πτυχίων και των προσόντων. Δεν είναι τυχαίες οι προαναγγελλόμενες αλλαγές του συστήματος μοριοδότησης του ΑΣΕΠ, όπου εξετάζεται να μην υπολογίζεται ο βαθμός πτυχίου, κι αυτό να θεωρείται μόνο κριτήριο επιλογής/αποκλεισμού.
Συνεπώς, το να μιλάμε για σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ χωρίς να μιλάμε και για αναμόρφωση του χάρτη προσόντων, είναι τουλάχιστον άστοχο. Χρειάζεται ένα νέο πλαίσιο αναγνώρισης προσόντων με στοιχεία αναδρομικότητας, που θα διασφαλίζει την ορθότητα της ακαδημαϊκότητας τους. Ένα πλαίσιο που δε θα διστάζει να βάζει αυστηρούς όρους εναρμόνισης των πτυχίων και θα διασφαλίζει το βέλτιστο δυνατό επίπεδο σε ότι αφορά την ισοτιμία.
Παράλληλα θα πρέπει να αλλάξουμε και το σύστημα εισαγωγής μας, το οποίο θα πρέπει να περάσει μέσα από την κατάργηση των πανελληνίων εξετάσεων και την ελεύθερη εισαγωγή στα ΑΕΙ της χώρας. Όχι άκριτα, αλλά σίγουρα χωρίς πληθυσμιακούς περιορισμούς. Με σταθμισμένες κι ακαδημαϊκά αξιόπιστες εξετάσεις λιγότερο εξειδικευμένου χαρακτήρα, όπως τα βρετανικά GCSEs ή τα αμερικάνικα SATs, που θα διασφαλίζουν τόσο το επίπεδο σπουδών όσο και τη δικαιοσύνη ανάμεσα στους φοιτητές. Να διασφαλίσουμε ότι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δε θα μένουν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κι ότι το σύστημα εισαγωγής θα πρέπει να φροντίζει και για την ομαλή εξαγωγή τους στην αγορά εργασίας.
Ο Δημήτρης Πολυχρόνης είναι μαθηματικός με μεταπτυχιακό στην εκπαίδευση. Έχει εργαστεί ως αναπληρωτής καθηγητής σε γυμνάσια της ΠΕ Ξάνθης, έχει συνεργαστεί με το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων και οργανώνει το αλληλέγγυο φροντιστήριο μαθημάτων του Kardelen από το 2014.