Του Θανάση Μουσόπουλου
Στο παρελθόν αρκετές φορές ασχολήθηκα ερευνητικά ή έγραψα σχετικά με το Θέατρο Σκιών, τον Καραγκιόζη και άλλες μορφές λαϊκού θεάτρου. Συχνά, μάλιστα, σε άρθρα μου προσπάθησα να εντάξω τα θέματά μου στη βαλκανική τους διάσταση.
Η συγκριτική λαογραφία, κατά τον Νικόλαο Πολίτη, συντελεί στην πιο «ανθρωπολογική» κατανόηση των εθίμων και των δοξασιών του λαού.
Σε αυτή τη λογική στηρίζεται το βιβλίο μου «Ξάνθη, στη γειτονιά του Αίμου» έκδοση Δήμου Ξάνθης, 2003, όπου ξεκινώντας από κοινές ιστορικές και πολιτιστικές καταβολές της Θράκης και της βαλκανικής ενδοχώρας, διερεύνησα όχι μόνο το παρελθόν, αλλά και το παρόν και το μέλλον της περιοχής μας.
Παρά τις επιμέρους διαφορές και διαφοροποιήσεις, πολύ συχνές είναι οι ομοιότητες και οι συγγένειες ή «αντιγραφές». Στη Χερσόνησο του Αίμου που τα τελευταία 600 χρόνια συμβιώνουν χριστιανοί και μουσουλμάνοι μπορείς να δεις ως τις μέρες μας πολλές κοινές γιορταστικές εκδηλώσεις.
Στο έργο μου εκείνο, ανάμεσα στα άλλα θέματα, καταπιάνομαι με το Θέατρο Σκιών στη Βαλκανική. Θα παραθέσω τη σχετική ενότητα, που νομίζω ότι φωτίζει συνοπτικά το τόσο ενδιαφέρον αυτό θέμα. Στη συνέχεια θα προσθέσω κάποια επιπλέον στοιχεία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της Βαλκανικής κοινότητας μέσα από τις τοπικές ιδιορρυθμίες είναι το θέατρο σκιών με τις «Βαλκανικές διαστάσεις του Καραγκιόζη», σύμφωνα με το ομότιτλο βιβλίο του Βάλτερ Πούχνερ.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες σε όλες τις χώρες της Βαλκανικής, το Θέατρο σκιών που ξεκινά από την Ινδία και Ινδονησία τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα, περνά από την Περσία και πολύ αργότερα, το 14ο αι. μ.Χ., φτάνει στην Οθωμανική Τουρκία.
Η τουρκική εκδοχή του Καραγκιόζη ακμάζει στην Κωνσταντινούπολη από το 16ο αιώνα, ενώ οι περισσότεροι καραγκιοζοπαίχτες είναι Εβραίοι, Αρμένιοι και Έλληνες. Από το 1608 αρχίζει η αναφορά παραστάσεων Καραγκιόζη σε διάφορες μεγαλουπόλεις της Βαλκανικής (στη Ρουμανία, στο Βελιγράδι, στο Κοσσυφοπέδιο, στο Σεράγεβο).
Στον ελληνικό χώρο τα Γιάννενα στις αρχές του 19ου αιώνα και μετά την απελευθέρωση η Αθήνα, η Χαλκίδα, οι πόλεις της Πελοποννήσου, έχουν αξιόλογη παράδοση στον Καραγκιόζη. Το ιδιαίτερο είναι ότι, ενώ σε άλλες βαλκανικές χώρες το τούρκικο θέατρο σκιών παρακμάζει χωρίς να προσαρμοστεί στις τοπικές συνθήκες, στην Ελλάδα «εξελληνίζεται» παντρεύοντας το αρχικό πλαίσιο με τις ελληνικές ιδιορρυθμίες.
Πετυχαίνεται η αυτονόμηση του ελληνικού Καραγκιόζη από τον τουρκικό, κυρίως από τον περίφημο Μίμαρο, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Έτσι, ενώ ο Καραγκιόζης στην Τουρκία είναι πια μουσειακό είδος, στην Ελλάδα διαγράφει μια αξιόλογη πορεία, δείχνοντας τον πλούτο και το δυναμισμό της γειτονιάς του Αίμου. Πλούτο και δυναμισμό που διαπιστώνουμε στο λαϊκό και λόγιο πολιτισμό όλων των βαλκανικών περιοχών.
Αυτά αναφέρω στο βιβλίο μου «Ξάνθη, στη γειτονιά του Αίμου». Να προσθέσω κάποια στοιχεία και σχόλια, συμπληρωματικά ή επεξηγηματικά.
Ο Βάλτερ Πούχνερ, γεννήθηκε στη Βιέννη το 1947, πανεπιστημιακός καθηγητής που εδώ και δεκαετίες ζει και προσφέρει τα μέγιστα ως θεατρολόγος και λαογράφος στην Ελλάδα, έγραψε πολλά για το Θέατρο Σκιάς, τον Καραγκιόζη.
Σημαντικό είναι το βιβλίο, που προανέφερα, «Οι Βαλκανικές διαστάσεις του Καραγκιόζη» (εκδ. Στιγμή, 1985, σελ. 109), που στηρίζεται σε πλούσια βιβλιογραφία ελληνική και ξενόγλωσση. Το βιβλίο έχει τέσσερα κεφάλαια:
- Ιστορία και γεωγραφία του Καραγκιόζη στα Βαλκάνια
- Τα πρώτα βήματα του Καραγκιόζη στην Ελλάδα
- Η λεγόμενη ηπειρωτική παράδοση
- Η τυπολογία της αφομοίωσης του οθωμανικού Καραγκιόζη
Ανάμεσα στα άλλα έργα αναφέρω τον τόμο «Ελληνική Θεατρολογία», 1988, σελ. 492. Ένα από τα δώδεκα μελετήματα του βιβλίου είναι «Η θέση του Καραγκιόζη στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου» (σελ. 409 – 418). Αφού εξετάσει το θέμα του ο Πούχνερ καταλήγοντας σημειώνει:
«Η απομόνωση του θεάτρου σκιών από την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου είναι μεθοδολογικά αδικαιολόγητη, αλλά και ιστορικά άδικη. Είναι από κάθε άποψη ένα από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της θεατρικής ιστορίας του τόπου στον 20ό αιώνα. Καμιά νέα ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου δεν επιτρέπεται να αποκλείσει τον Καραγκιόζη από τις σελίδες της».
Να προσθέσω ότι ο μόνος ιστορικός λογοτεχνίας που αναφέρεται στον Καραγκιόζη είναι ο Κ. Θ. Δημαράς. Στο άρθρο μου «Ο Καραγκιόζης στην Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας του Κ. Θ. Δημαρά» προσεγγίζω τις σχετικές αναφορές.
Κλείνοντας αναφέρω το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Σπύρου Κοκκίνη «Αντικαραγκιόζης», εκδ. Φιλιππότη, 1985, σελ. 79, που – εκτός των άλλων – παραθέτει δημοσιεύματα του τύπου του τέλους του 19ου αιώνα και του πρώτου τρίτου του 20ου αιώνα, που αναφέρονται θετικά ή αρνητικά σε παραστάσεις του Καραγκιόζη σε Χαλκίδα, Καλαμάτα και αλλού.
Όλα τούτα τα στοιχεία μας βοηθούν να φωτίσουμε τη θέση του Καραγκιόζη και στην Ελλάδα και στη γειτονιά του Αίμου.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, 4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020