Γράφει ο Δημήτρης Γκαγκαλίδης
Το πρώτο πράγμα που ήθελες ήταν η …τουαλέτα. Και μετά το φαγητό. Στη βιτρίνα έμοιαζαν όλα νόστιμα κι έτοιμα να τα φας.
Γεμιστά, φασολάκια, μουσακά, μακαρόνια με κιμά. Κι όλα τα μαγειρευτά. Είχε και λεμονάτο κοτόπουλο, πατάτες ως και κοκκινιστό μοσχάρι. Η στάση λοιπόν γινόταν έξω απ’ τα Νέα Κερδύλλια. Απέναντι απ’ τη θάλασσα. Στα μαγαζιά “Κυανή ακτή”, στο “Ακρογιάλι” ή στην “Κωνσταντινούπολη”, που είχε και πατσά …”κάθε εκάστη”.
Κι έβλεπες το νερό και ξεκουραζόσουν. Αγχολυτικό. Είχαν περάσει ήδη πάνω από 2 ώρες απ’ την Ξάνθη. Μερικές φορές (πιο παλιά) είχε προηγηθεί και καμιά στάση στο βουνό, στα χωριά του Παγγαίου (Πλατανότοπος, Μουσθένη).
Αν δεν έτρωγες λοιπόν εδώ, ήταν ευκαιρία για ένα καφεδάκι. Φυσικά με τσιγάρο. Μπορούσες να καπνίσεις και στο λεωφορείο ! (θυμάστε τα σταχτοδοχεία στο κάθισμα του μπροστινού.
Η περιοχή της Ασπροβάλτας έμοιαζε “βάλσαμο” μετά τα στροφιλίκια στα βουνά που ήταν πίσω μας. Στροφές πολλές. Από Ελευθερούπολη και μέχρι την Γαληψό. Και μετά είπαμε…θάλασσα.
Ωραίος δρόμος, οδικές ευθείες και “χάζι” σε παραλίες, χωριά κι ανθρώπους. Κι ήθελες αρκετή ώρα ακόμη να φτάσεις στην Θεσσαλονίκη. Περνώντας τις λίμνες κι όλα τα χωριά στη σειρά. Απολλωνία, Στίβος, Λαγκαδίκια, Άγ. Βασίλειος. Με τους ψαράδες να πουλούν στο δρόμο τα γριβάδια της Βόλβης και της Κορώνειας.
Κι έφτανες στο Δερβένι. Κι έλεγες να μην μας πιάσει το κόκκινο φανάρι στα Λαγυνά. Για να πάρει το λεωφορείο φόρα. Για να ανέβει την ανηφοριά. Για να προβάλλει η συμπρωτεύουσα.
Η νύφη του Θερμαϊκού….