Ήταν τότε που ο ουρανός φάνταζε απέραντος και τα σύννεφα… σαν από βαμβάκι. Μαλακά, λευκά, απαλά — λες και κάποιος θεός τα είχε πλάσει για να σκεπάσει απαλά τον κόσμο.
Ήταν τότε που κοιτάζαμε τον ουρανό ξαπλωμένοι στο χώμα, με τα μάγουλα γεμάτα ήλιο και τα χέρια βουτηγμένα στο χορτάρι. Τα λευκά σύννεφα περνούσαν αργά, σχεδόν τελετουργικά, πάνω από τα κεφάλια μας, και εμείς τα βλέπαμε όχι σαν απλές μάζες ατμού, αλλά σαν ζωντανές φιγούρες.
Ένα σύννεφο έμοιαζε με ελέφαντα, άλλο με ένα καράβι με πανιά φουσκωμένα από τον άνεμο. Μας έπαιρναν μαζί τους σε φανταστικά ταξίδια. Εκεί, στον ανοιξιάτικο ουρανό, χωρίς κινητά, χωρίς έγνοιες, μόνο με την παιδική φαντασία που δεν γνώριζε σύνορα.
Η άνοιξη, με τα χρώματα και τις μυρωδιές της, έκανε τον ουρανό ακόμα πιο λαμπερό. Τα σύννεφα, φωτισμένα από το ήλιο και αγκαλιασμένα από το γαλανό του ουρανού, ήταν οι ήσυχοι ήρωες των παιδικών μας χρόνων.
Τώρα, μεγάλοι πια, σπάνια σηκώνουμε το κεφάλι να τα κοιτάξουμε.
Όμως κάποιες φορές, εκεί που όλα τρέχουν, ένα λευκό σύννεφο περνά ήρεμα και μας θυμίζει πως κάποτε ξέραμε να σταματάμε τον χρόνο και να βλέπουμε κόσμους ολόκληρους μέσα στο απέραντο τ’ ουρανού.